υποθοιναρμόστρια

υποθοιναρμόστρια
ἡ, Α
βοηθός θοιναρμόοτριας, προϊσταμένης συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θοιναρμόστρια «δέσποινα, κυρία, προϊσταμένη συμποσίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”